αφυπνίζομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αφυπνίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος αφυπνίζω

Ρήμα

αφυπνίζομαι

  1. ξυπνώ
  2. (μεταφορικά) επανέρχομαι στην πραγματικότητα, ξεφεύγω από τον ονειρικό κόσμο

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.