αφομοιωμένα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αφομοιωμένα < αφομοιωμένος + -α
Αντώνυμα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
αφομοιωμένα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αφομοιωμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.