αφισοκολλήσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
αφισοκολλήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αφισοκολλώ
- θα αφισοκολλήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αφισοκολλώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
αφισοκολλήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αφισοκόλληση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.