αφερέγγυα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αφερέγγυα < αφερέγγυος + -α
Μεταφράσεις
αφερέγγυα
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
αφερέγγυα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αφερέγγυος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.