αυτοσυγκρατούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αυτοσυγκρατούμαι < αυτο- + συγκρατούμαι
Συγγενικά
- αυτοσυγκράτημα
- αυτοσυγκρατημένος
- αυτοσυγκράτηση
- αυτοσυγκράτητος
- → δείτε τις λέξεις αυτός, συγκρατώ, κρατώ και κράτος
Μεταφράσεις
αυτοσυγκρατούμαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.