ατρόμητα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ατρόμητα < ατρόμητος < α (στερητικό) + τρόμος

Επίρρημα

ατρόμητα

  • κάποιος κάνει κάτι χωρίς τρόμο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.