ασφαλτώσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

ασφαλτώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ασφαλτώνω
  2. θα ασφαλτώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ασφαλτώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

ασφαλτώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ασφάλτωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.