αρμονική

Νέα ελληνικά (el)

Η αρμονική, η οποία απεικονίζεται σχηματικά ως μήκη κύματος. Αρχικά διακρίνουμε ένα (1) μήκος κύματος, έπειτα δύο (με μήκος 1/2 του πρώτου), ακολούθως τρία (με μήκος 1/3 του πρώτου) και σταδιακά τα μήκη πληθαίνουν ως το άπειρο.

Ουσιαστικό

αρμονική, αρμονική συχνότητα θηλυκό

  • ακέραιο πολλαπλάσιο (μουσική, αρχιτεκτονική, φυσική κτλ.)

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

αρμονική

Ομώνυμα / Ομόηχα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.