overtone

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

  1. ύφος, (μεταφορικά) χροιά, (κάποιες φορές) υπαινιγμός
  2. συντονισμένος παράγωγος ήχος (όχι αναγκαστικά αρμονική = ακέραιο πολλαπλάσιο της θεμέλιας συχνότητας)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.