αρδεύσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

αρδεύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αρδεύω
  2. θα αρδεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αρδεύω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

αρδεύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του άρδευση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.