αραιώσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
αραιώσεις
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
αραιώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αραίωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.