αποσχιστικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποσχιστικά < αποσχιστικός + -ά
Μεταφράσεις
αποσχιστικά
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
αποσχιστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αποσχιστικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.