αποξηλώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποξηλώνομαι | αποξηλωνόμουν(α) | θα αποξηλώνομαι | να αποξηλώνομαι | ||
| β' ενικ. | αποξηλώνεσαι | αποξηλωνόσουν(α) | θα αποξηλώνεσαι | να αποξηλώνεσαι | (αποξηλώνου) | |
| γ' ενικ. | αποξηλώνεται | αποξηλωνόταν(ε) | θα αποξηλώνεται | να αποξηλώνεται | ||
| α' πληθ. | αποξηλωνόμαστε | αποξηλωνόμαστε αποξηλωνόμασταν |
θα αποξηλωνόμαστε | να αποξηλωνόμαστε | ||
| β' πληθ. | αποξηλώνεστε | αποξηλωνόσαστε αποξηλωνόσασταν |
θα αποξηλώνεστε | να αποξηλώνεστε | (αποξηλώνεστε) | |
| γ' πληθ. | αποξηλώνονται | αποξηλώνονταν αποξηλωνόντουσαν |
θα αποξηλώνονται | να αποξηλώνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποξηλώθηκα | θα αποξηλωθώ | να αποξηλωθώ | αποξηλωθεί | ||
| β' ενικ. | αποξηλώθηκες | θα αποξηλωθείς | να αποξηλωθείς | αποξηλώσου | ||
| γ' ενικ. | αποξηλώθηκε | θα αποξηλωθεί | να αποξηλωθεί | |||
| α' πληθ. | αποξηλωθήκαμε | θα αποξηλωθούμε | να αποξηλωθούμε | |||
| β' πληθ. | αποξηλωθήκατε | θα αποξηλωθείτε | να αποξηλωθείτε | αποξηλωθείτε | ||
| γ' πληθ. | αποξηλώθηκαν αποξηλωθήκαν(ε) |
θα αποξηλωθούν(ε) | να αποξηλωθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αποξηλωθεί | είχα αποξηλωθεί | θα έχω αποξηλωθεί | να έχω αποξηλωθεί | αποξηλωμένος | |
| β' ενικ. | έχεις αποξηλωθεί | είχες αποξηλωθεί | θα έχεις αποξηλωθεί | να έχεις αποξηλωθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αποξηλωθεί | είχε αποξηλωθεί | θα έχει αποξηλωθεί | να έχει αποξηλωθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποξηλωθεί | είχαμε αποξηλωθεί | θα έχουμε αποξηλωθεί | να έχουμε αποξηλωθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αποξηλωθεί | είχατε αποξηλωθεί | θα έχετε αποξηλωθεί | να έχετε αποξηλωθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποξηλωθεί | είχαν αποξηλωθεί | θα έχουν αποξηλωθεί | να έχουν αποξηλωθεί | ||
Μεταφράσεις
αποξηλώνομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.