απονευρώσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

απονευρώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απονευρώνω
  2. θα απονευρώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απονευρώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

απονευρώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του απονεύρωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.