απομνημονεύσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

απομνημονεύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απομνημονεύω
  2. θα απομνημονεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απομνημονεύω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

απομνημονεύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του απομνημόνευση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.