αποκηρύττω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποκηρύττω < αρχαία ελληνική ἀποκηρύττω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποκηρύττω | αποκήρυττα | θα αποκηρύττω | να αποκηρύττω | αποκηρύττοντας | |
| β' ενικ. | αποκηρύττεις | αποκήρυττες | θα αποκηρύττεις | να αποκηρύττεις | αποκήρυττε | |
| γ' ενικ. | αποκηρύττει | αποκήρυττε | θα αποκηρύττει | να αποκηρύττει | ||
| α' πληθ. | αποκηρύττουμε | αποκηρύτταμε | θα αποκηρύττουμε | να αποκηρύττουμε | ||
| β' πληθ. | αποκηρύττετε | αποκηρύττατε | θα αποκηρύττετε | να αποκηρύττετε | αποκηρύττετε | |
| γ' πληθ. | αποκηρύττουν(ε) | αποκήρυτταν αποκηρύτταν(ε) |
θα αποκηρύττουν(ε) | να αποκηρύττουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποκήρυξα | θα αποκηρύξω | να αποκηρύξω | αποκηρύξει | ||
| β' ενικ. | αποκήρυξες | θα αποκηρύξεις | να αποκηρύξεις | αποκήρυξε | ||
| γ' ενικ. | αποκήρυξε | θα αποκηρύξει | να αποκηρύξει | |||
| α' πληθ. | αποκηρύξαμε | θα αποκηρύξουμε | να αποκηρύξουμε | |||
| β' πληθ. | αποκηρύξατε | θα αποκηρύξετε | να αποκηρύξετε | αποκηρύξτε | ||
| γ' πληθ. | αποκήρυξαν αποκηρύξαν(ε) |
θα αποκηρύξουν(ε) | να αποκηρύξουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αποκηρύξει | είχα αποκηρύξει | θα έχω αποκηρύξει | να έχω αποκηρύξει | ||
| β' ενικ. | έχεις αποκηρύξει | είχες αποκηρύξει | θα έχεις αποκηρύξει | να έχεις αποκηρύξει | ||
| γ' ενικ. | έχει αποκηρύξει | είχε αποκηρύξει | θα έχει αποκηρύξει | να έχει αποκηρύξει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποκηρύξει | είχαμε αποκηρύξει | θα έχουμε αποκηρύξει | να έχουμε αποκηρύξει | ||
| β' πληθ. | έχετε αποκηρύξει | είχατε αποκηρύξει | θα έχετε αποκηρύξει | να έχετε αποκηρύξει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποκηρύξει | είχαν αποκηρύξει | θα έχουν αποκηρύξει | να έχουν αποκηρύξει |
| |
Μεταφράσεις
αποκηρύττω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.