αποκαρδιωτικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
αποκαρδιωτικά < αποκαρδιωτικός + -ά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
αποκαρδιωτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποκαρδιωτικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.