αποθαλασσώσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
αποθαλασσώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποθαλασσώνω
- θα αποθαλασσώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποθαλασσώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
αποθαλασσώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποθαλάσσωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.