αποθαλασσώσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

αποθαλασσώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποθαλασσώνω
  2. θα αποθαλασσώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποθαλασσώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

αποθαλασσώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποθαλάσσωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.