αποζημιώσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

αποζημιώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποζημιώνω
  2. θα αποζημιώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποζημιώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

αποζημιώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποζημίωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.