αποζημιώσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
αποζημιώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποζημιώνω
- θα αποζημιώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποζημιώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
αποζημιώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποζημίωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.