αποδιαρθρώσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

αποδιαρθρώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποδιαρθρώνω
  2. θα αποδιαρθρώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποδιαρθρώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

αποδιαρθρώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποδιάρθρωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.