απερηφάνευτα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- απερηφάνευτα < απερηφάνευτος + -α
Συνώνυμα
Αντώνυμα
- ακατάδεκτα
- υψηλοφρόνως
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη περήφανος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
απερηφάνευτα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του απερηφάνευτος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.