αοριστολογικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
αοριστολογικά < αοριστολογικός + -ά
Μεταφράσεις
αοριστολογικά
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
αοριστολογικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αοριστολογικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.