αξιοποιήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

αξιοποιήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αξιοποιώ
  2. θα αξιοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αξιοποιώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

αξιοποιήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αξιοποίηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.