αντιπληρώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αντιπληρώνω < αντι- + πληρώνω[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /an.di.pliˈɾo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αντιπληρώνω

Ρήμα

αντιπληρώνω

  • ανταποδίδω, επιστρέφω καλό ή κακό
      Πέρασαν τέλος τὰ τρία μερονύχτια, ἔγινε καλὰ ἡ μπεοπούλα. Ὄχι μόνον ἔγινε καλά, μὰ καὶ πιὸ ὄμορφη καὶ γλυκειὰ καὶ δροσερὴ ἀπὸ πρωτήτερα. Οἱ δύστυχοι γονεῖς κατάντησαν τρελλοὶ ἀπὸ τὴ χαρά τους· δὲν ἤξεραν μὲ τί τρόπο ν’ ἀντιπληρώσουν τὸ γέροντα.
    Ανδρέας Καρκαβίτσας, Καβομαλιάς, Λόγια της πλώρης, 1924

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. αντιπληρώνω -  Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.