αντιμετωπίσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

αντιμετωπίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αντιμετωπίζω
  2. θα αντιμετωπίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αντιμετωπίζω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

αντιμετωπίσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αντιμετώπιση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.