αντιμέτωπα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αντιμέτωπα < αντιμέτωπος + -α
Μεταφράσεις
αντιμέτωπα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
αντιμέτωπα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αντιμέτωπος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.