αντευχαριστώ
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
αντευχαριστώ
- (λόγιο) ευχαριστώ κι εγώ με τη σειρά μου κάποιον άλλο που μ' ευχαρίστησε, ανταποδίδω τις ευχαριστίες
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αντευχαριστώ | αντευχαριστούσα | θα αντευχαριστώ | να αντευχαριστώ | αντευχαριστώντας | |
| β' ενικ. | αντευχαριστείς | αντευχαριστούσες | θα αντευχαριστείς | να αντευχαριστείς | (αντευχαρίστει) | |
| γ' ενικ. | αντευχαριστεί | αντευχαριστούσε | θα αντευχαριστεί | να αντευχαριστεί | ||
| α' πληθ. | αντευχαριστούμε | αντευχαριστούσαμε | θα αντευχαριστούμε | να αντευχαριστούμε | ||
| β' πληθ. | αντευχαριστείτε | αντευχαριστούσατε | θα αντευχαριστείτε | να αντευχαριστείτε | αντευχαριστείτε | |
| γ' πληθ. | αντευχαριστούν(ε) | αντευχαριστούσαν(ε) | θα αντευχαριστούν(ε) | να αντευχαριστούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αντευχαρίστησα | θα αντευχαριστήσω | να αντευχαριστήσω | αντευχαριστήσει | ||
| β' ενικ. | αντευχαρίστησες | θα αντευχαριστήσεις | να αντευχαριστήσεις | αντευχαρίστησε | ||
| γ' ενικ. | αντευχαρίστησε | θα αντευχαριστήσει | να αντευχαριστήσει | |||
| α' πληθ. | αντευχαριστήσαμε | θα αντευχαριστήσουμε | να αντευχαριστήσουμε | |||
| β' πληθ. | αντευχαριστήσατε | θα αντευχαριστήσετε | να αντευχαριστήσετε | αντευχαριστήστε | ||
| γ' πληθ. | αντευχαρίστησαν αντευχαριστήσαν(ε) |
θα αντευχαριστήσουν(ε) | να αντευχαριστήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αντευχαριστήσει | είχα αντευχαριστήσει | θα έχω αντευχαριστήσει | να έχω αντευχαριστήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αντευχαριστήσει | είχες αντευχαριστήσει | θα έχεις αντευχαριστήσει | να έχεις αντευχαριστήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αντευχαριστήσει | είχε αντευχαριστήσει | θα έχει αντευχαριστήσει | να έχει αντευχαριστήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αντευχαριστήσει | είχαμε αντευχαριστήσει | θα έχουμε αντευχαριστήσει | να έχουμε αντευχαριστήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αντευχαριστήσει | είχατε αντευχαριστήσει | θα έχετε αντευχαριστήσει | να έχετε αντευχαριστήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αντευχαριστήσει | είχαν αντευχαριστήσει | θα έχουν αντευχαριστήσει | να έχουν αντευχαριστήσει |
| |
Μεταφράσεις
αντευχαριστώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.