αντασφαλίσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

αντασφαλίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αντασφαλίζω
  2. θα αντασφαλίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αντασφαλίζω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

αντασφαλίσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αντασφάλιση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.