αντανακλάσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

αντανακλάσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αντανακλώ
  2. θα αντανακλάσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αντανακλώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

αντανακλάσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αντανάκλαση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.