ανταμώσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

ανταμώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανταμώνω
  2. θα ανταμώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανταμώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

ανταμώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αντάμωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.