ανοικοδομήσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
ανοικοδομήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανοικοδομώ
- θα ανοικοδομήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανοικοδομώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
ανοικοδομήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ανοικοδόμηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.