ανοικοδομήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

ανοικοδομήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανοικοδομώ
  2. θα ανοικοδομήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανοικοδομώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

ανοικοδομήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ανοικοδόμηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.