ανεπιεικώς
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ανεπιεικώς < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀνεπιεικῶς < ἀνεπιεικής [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ne.pi.iˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νε‐πι‐ει‐κώς
Επίρρημα
ανεπιεικώς
Αντώνυμα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ανεπιεικώς
|
|
Αναφορές
- ανεπιεικής, ανεπιεικώς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.