αναλογικό ρολόι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- → δείτε τις λέξεις αναλογικός και ρολόι
Πολυλεκτικός όρος
αναλογικό ρολόι ουδέτερο
- η παλαιά κλασική μορφή του ρολογιού. Έχει επίπεδη επιφάνεια πάνω στην οποία έχουν χαραχθεί κυκλικά ενδείξεις για τους αριθμούς 1 ως 12 που αντιστοιχούν στις ώρες και δύο ή τρεις δείκτες διαφορετικού μήκους: ο ωροδείκτης, ο λεπτοδείκτης και ο δευτερολεπτοδείκτης
Συνώνυμα
- μηχανικό ρολόι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.