ανακηρύξεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
ανακηρύξεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανακηρύσσω
- θα ανακηρύξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανακηρύσσω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
ανακηρύξεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ανακήρυξη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.