ανακαθίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ανακαθίζω < αρχαία ελληνική ἀνακαθίζω
Ρήμα
ανακαθίζω (& ανακάθομαι)
- ανασηκώνω τον κορμό μου ενώ έχω απλωμένα, εκτεταμένα τα πόδια μου (π.χ. στο κρεβάτι), με τον κορμό ορθό στηριζόμενο σε μαξιλάρια ή στηριζόμενος στα χέρια μου
- είμαι ξαπλωμένος και χαλαρός αλλά κάτι με ξαφνιάζει και ανασηκώνομαι ελαφρά, σηκώνω τον κορμό μου
- κάθομαι αλλά επειδή κάτι με ξενίζει ή με αναστατώνει ανασηκώνομαι στιγμιαία από την καρέκλα μου και ξανακάθομαι
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ανακαθίζω | ανακάθιζα | θα ανακαθίζω | να ανακαθίζω | ανακαθίζοντας | |
| β' ενικ. | ανακαθίζεις | ανακάθιζες | θα ανακαθίζεις | να ανακαθίζεις | ανακάθιζε | |
| γ' ενικ. | ανακαθίζει | ανακάθιζε | θα ανακαθίζει | να ανακαθίζει | ||
| α' πληθ. | ανακαθίζουμε | ανακαθίζαμε | θα ανακαθίζουμε | να ανακαθίζουμε | ||
| β' πληθ. | ανακαθίζετε | ανακαθίζατε | θα ανακαθίζετε | να ανακαθίζετε | ανακαθίζετε | |
| γ' πληθ. | ανακαθίζουν(ε) | ανακάθιζαν ανακαθίζαν(ε) |
θα ανακαθίζουν(ε) | να ανακαθίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ανακάθισα | θα ανακαθίσω | να ανακαθίσω | ανακαθίσει | ||
| β' ενικ. | ανακάθισες | θα ανακαθίσεις | να ανακαθίσεις | ανακάθισε | ||
| γ' ενικ. | ανακάθισε | θα ανακαθίσει | να ανακαθίσει | |||
| α' πληθ. | ανακαθίσαμε | θα ανακαθίσουμε | να ανακαθίσουμε | |||
| β' πληθ. | ανακαθίσατε | θα ανακαθίσετε | να ανακαθίσετε | ανακαθίστε | ||
| γ' πληθ. | ανακάθισαν ανακαθίσαν(ε) |
θα ανακαθίσουν(ε) | να ανακαθίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ανακαθίσει | είχα ανακαθίσει | θα έχω ανακαθίσει | να έχω ανακαθίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ανακαθίσει | είχες ανακαθίσει | θα έχεις ανακαθίσει | να έχεις ανακαθίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ανακαθίσει | είχε ανακαθίσει | θα έχει ανακαθίσει | να έχει ανακαθίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ανακαθίσει | είχαμε ανακαθίσει | θα έχουμε ανακαθίσει | να έχουμε ανακαθίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ανακαθίσει | είχατε ανακαθίσει | θα έχετε ανακαθίσει | να έχετε ανακαθίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ανακαθίσει | είχαν ανακαθίσει | θα έχουν ανακαθίσει | να έχουν ανακαθίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.