ανακάμπτω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ανακάμπτω < αρχαία ελληνική ἀνακάμπτω
Ρήμα
ανακάμπτω
Συγγενικά
Κλίση
ανακάμπτω, ανέκαμπτα, θα ανακάμψω, ανέκαμψα, να ανακάμπτω, έχω/είχα, θα έχω/να έχω ανακάμψει, ανακάμπτοντας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.