αναζωπυρώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αναζωπυρώνομαι | αναζωπυρωνόμουν(α) | θα αναζωπυρώνομαι | να αναζωπυρώνομαι | ||
| β' ενικ. | αναζωπυρώνεσαι | αναζωπυρωνόσουν(α) | θα αναζωπυρώνεσαι | να αναζωπυρώνεσαι | (αναζωπυρώνου) | |
| γ' ενικ. | αναζωπυρώνεται | αναζωπυρωνόταν(ε) | θα αναζωπυρώνεται | να αναζωπυρώνεται | ||
| α' πληθ. | αναζωπυρωνόμαστε | αναζωπυρωνόμαστε αναζωπυρωνόμασταν |
θα αναζωπυρωνόμαστε | να αναζωπυρωνόμαστε | ||
| β' πληθ. | αναζωπυρώνεστε | αναζωπυρωνόσαστε αναζωπυρωνόσασταν |
θα αναζωπυρώνεστε | να αναζωπυρώνεστε | (αναζωπυρώνεστε) | |
| γ' πληθ. | αναζωπυρώνονται | αναζωπυρώνονταν αναζωπυρωνόντουσαν |
θα αναζωπυρώνονται | να αναζωπυρώνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αναζωπυρώθηκα | θα αναζωπυρωθώ | να αναζωπυρωθώ | αναζωπυρωθεί | ||
| β' ενικ. | αναζωπυρώθηκες | θα αναζωπυρωθείς | να αναζωπυρωθείς | αναζωπυρώσου | ||
| γ' ενικ. | αναζωπυρώθηκε | θα αναζωπυρωθεί | να αναζωπυρωθεί | |||
| α' πληθ. | αναζωπυρωθήκαμε | θα αναζωπυρωθούμε | να αναζωπυρωθούμε | |||
| β' πληθ. | αναζωπυρωθήκατε | θα αναζωπυρωθείτε | να αναζωπυρωθείτε | αναζωπυρωθείτε | ||
| γ' πληθ. | αναζωπυρώθηκαν αναζωπυρωθήκαν(ε) |
θα αναζωπυρωθούν(ε) | να αναζωπυρωθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αναζωπυρωθεί | είχα αναζωπυρωθεί | θα έχω αναζωπυρωθεί | να έχω αναζωπυρωθεί | αναζωπυρωμένος | |
| β' ενικ. | έχεις αναζωπυρωθεί | είχες αναζωπυρωθεί | θα έχεις αναζωπυρωθεί | να έχεις αναζωπυρωθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αναζωπυρωθεί | είχε αναζωπυρωθεί | θα έχει αναζωπυρωθεί | να έχει αναζωπυρωθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αναζωπυρωθεί | είχαμε αναζωπυρωθεί | θα έχουμε αναζωπυρωθεί | να έχουμε αναζωπυρωθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αναζωπυρωθεί | είχατε αναζωπυρωθεί | θα έχετε αναζωπυρωθεί | να έχετε αναζωπυρωθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αναζωπυρωθεί | είχαν αναζωπυρωθεί | θα έχουν αναζωπυρωθεί | να έχουν αναζωπυρωθεί | ||
Μεταφράσεις
αναζωπυρώνομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.