αναζωογονημένων

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος μετοχής

αναζωογονημένων

  1. γενική πληθυντικού του αναζωογονημένος
  2. γενική πληθυντικού του αναζωογονημένη
  3. γενική πληθυντικού του αναζωογονημένο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.