αναζωογονημένο

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος μετοχής

αναζωογονημένο

  1. αιτιατική ενικού του αναζωογονημένος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αναζωογονημένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.