αναβράζοντα

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος μετοχής

αναβράζοντα

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αναβράζων
  2. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του αναβράζων
  3. (προφορικό) άλλη μορφή του αναβράζοντος, γενική ενικού, αρσενικού γένους του αναβράζων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.