ανάμερα
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
ανάμερα
<
ανάμερος
Επίρρημα
ανάμερα
απόμερα
,
απομονωμένα
,
ερημικά
, σε τόπο όπου δεν συχνάζει κόσμος
Μεταφράσεις
ανάμερα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ανάμερα
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
ανάμερο
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.