αμπτέστι
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
αμπτέστι
<
(
άμεσο δάνειο
)
τουρκική
abdest
<
περσική
آبدست
(
âbdast
)
<
آب
(
âb
,
νερό
)
+
دست
(
dast
,
χέρι
)
Ουσιαστικό
αμπτέστι
ουδέτερο
άκλιτο
(
ισλαμισμός
)
καθαρμός
Μεταφράσεις
αμπτέστι
αγγλικά
:
abdest
(en)
,
wudu
(en)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.