αμετακλήτως

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αμετακλήτως < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀμετακλήτως < ελληνιστική κοινή ἀμετάκλητος [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.me.taˈkli.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αμετακλήτως
τονικό παρώνυμο: αμετάκλητος

Επίρρημα

αμετακλήτως

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.