αλλοφρονώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αλλοφρονώ < αρχαία ελληνική ἀλλοφρονῶ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αλλοφρονώ | αλλοφρονούσα | θα αλλοφρονώ | να αλλοφρονώ | αλλοφρονώντας | |
| β' ενικ. | αλλοφρονείς | αλλοφρονούσες | θα αλλοφρονείς | να αλλοφρονείς | (αλλοφρόνει) | |
| γ' ενικ. | αλλοφρονεί | αλλοφρονούσε | θα αλλοφρονεί | να αλλοφρονεί | ||
| α' πληθ. | αλλοφρονούμε | αλλοφρονούσαμε | θα αλλοφρονούμε | να αλλοφρονούμε | ||
| β' πληθ. | αλλοφρονείτε | αλλοφρονούσατε | θα αλλοφρονείτε | να αλλοφρονείτε | αλλοφρονείτε | |
| γ' πληθ. | αλλοφρονούν(ε) | αλλοφρονούσαν(ε) | θα αλλοφρονούν(ε) | να αλλοφρονούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αλλοφρόνησα | θα αλλοφρονήσω | να αλλοφρονήσω | αλλοφρονήσει | ||
| β' ενικ. | αλλοφρόνησες | θα αλλοφρονήσεις | να αλλοφρονήσεις | αλλοφρόνησε | ||
| γ' ενικ. | αλλοφρόνησε | θα αλλοφρονήσει | να αλλοφρονήσει | |||
| α' πληθ. | αλλοφρονήσαμε | θα αλλοφρονήσουμε | να αλλοφρονήσουμε | |||
| β' πληθ. | αλλοφρονήσατε | θα αλλοφρονήσετε | να αλλοφρονήσετε | αλλοφρονήστε | ||
| γ' πληθ. | αλλοφρόνησαν αλλοφρονήσαν(ε) |
θα αλλοφρονήσουν(ε) | να αλλοφρονήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αλλοφρονήσει | είχα αλλοφρονήσει | θα έχω αλλοφρονήσει | να έχω αλλοφρονήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αλλοφρονήσει | είχες αλλοφρονήσει | θα έχεις αλλοφρονήσει | να έχεις αλλοφρονήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αλλοφρονήσει | είχε αλλοφρονήσει | θα έχει αλλοφρονήσει | να έχει αλλοφρονήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αλλοφρονήσει | είχαμε αλλοφρονήσει | θα έχουμε αλλοφρονήσει | να έχουμε αλλοφρονήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αλλοφρονήσει | είχατε αλλοφρονήσει | θα έχετε αλλοφρονήσει | να έχετε αλλοφρονήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αλλοφρονήσει | είχαν αλλοφρονήσει | θα έχουν αλλοφρονήσει | να έχουν αλλοφρονήσει |
| |
Μεταφράσεις
αλλοφρονώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.