ακάματα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία 1
- ακάματα < ακάματ(ος) + -α
Μεταφράσεις
ακάματα
|
Ετυμολογία 2
- ακάματα < κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ακάματα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (ακάματο) του ακάματος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.