ακάθεκτα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ακάθεκτα < ακάθεκτος
Επίρρημα
ακάθεκτα
- με μεγάλη ορμητικότητα, χωρίς να μπορεί κάποιος να ανασχέσει τη συγκεκριμένη πορεία
- ακατάπαυστα, ασταμάτητα, καταιγιστικά
Μεταφράσεις
ακάθεκτα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.