αισιόδοξα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αισιόδοξα < αισιόδοξος
Μεταφράσεις
αισιόδοξα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
αισιόδοξα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αισιόδοξος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.