αζωγράφητων

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

αζωγράφητων

  1. γενική πληθυντικού του αζωγράφητος
  2. γενική πληθυντικού του αζωγράφητη
  3. γενική πληθυντικού του αζωγράφητο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.