αζωγράφητο

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

αζωγράφητο

  1. αιτιατική ενικού του αζωγράφητος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αζωγράφητος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.