αδρανοποιημένων

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ðɾa.no.pi.iˈme.non/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αδρανοποιημένων

Κλιτικός τύπος μετοχής

αδρανοποιημένων

  1. (αρσενικό) γενική πληθυντικού του αδρανοποιημένος
  2. γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του αδρανοποιημένος
  3. γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αδρανοποιημένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.